Скачать книгу

φαντασθώ πού ήμουν και τι απέγεινα. Ήθελα σύντομα να μεταχειρισθώ την όρασίν μου, αλλά δεν ετολμούσα. Εφοβούμην να προσηλώσω το πρώτον μου βλέμμα επάνω σε πράγματα, τα οποία ήσαν γύρω μου· όχι διότι εφοβούμην να ίδω φρικιαστικά πράγματα, αλλά διότι κατελήφθην από την φρίκην εκ μόνης της ιδέας ότι μπορεί να μη έβλεπα τίποτε. Τέλος με την καρδιά σφιγμένη άνοιξα ταχέως τα μάτια μου. Και ιδού ότι εβεβαιώνετο η υποψία μου. Τα σκότη της αιωνίας νυκτός με περιέβαλλον. Μετά δυσκολίας ανέπνεον. Ησθανόμην την πυκνότητα της νυκτός να με βαρύνη και να με πνίγη. Η ατμόσφαιρα ήτο απελπιστικώς βαρεία. Έμεινα ξαπλωμένος χωρίς να κινηθώ και έθεσα εις ενέργειαν όλας τας δυνάμεις του νου μου. Ανεπόλησα τας διαφόρους μεθόδους των ιερεξεταστών και από το σημείον τούτο προσπαθούσα να εξαγάγω ποια μπορούσε να είναι η παρούσα κατάστασίς μου. Από της εκδόσεως της αποφάσεώς μου εφαίνετο ότι παρήλθε πολύς καιρός. Εν τούτοις ουδέ προς στιγμήν μου επέρασεν από τον νουν ότι ημπορούσα να είχα πεθάνει. Μία τοιαύτη υπόθεσις, μεθ' όλα όσα ισχυρίζονται τα συγράμματα φαντασιώδους φύσεως, δεν συμβιβάζεται με την πραγματικότητα της υπάρξεως.

      Αλλά πού ήμην και εις ποίαν κατάστασιν ευρισκόμην;

      Εγνώριζα ότι εις θάνατον καταδικασθέντες παρεδίδοντο εις την πυράν (autodafé) και ότι μία από τας τελετάς αυτάς θα εγίνετο την ιδίαν νύκτα της κρίσεώς μου. Μήπως ωδηγήθην εις το μπουντρούμι να περιμείνω εκεί την προσεχή θυσίαν, ήτις θα ετελείτο μετ' ολίγους μήνας; Αντελήφθην ότι δεν μπορούσε να είναι έτσι. Τα διαθέσιμα θύματα είχον αποσυρθή. Εξ άλλου το παλαιό μπουντρούμι μου είχε, καθώς όλα τα μπουντρούμια εν Τολέδη, λιθόστρωτον το πάτωμα και το φως δεν είχεν εκδιωχθή παντελώς εξ αυτού.

      Αιφνιδίως φρικτή σκέψις μου παρέσυρε κατά κύματα το αίμα εις την καρδιά μου, και επί τινα καιρόν ξανάπεσα και πάλιν εις την αναισθησίαν. Ευθύς ως συνήλθα, εσηκώθην με ένα πήδημα εις τους πόδας μου και με ένα σπαρακτικόν τρόμον που έσειεν όλας μου τας ίνας. Ήπλωσα ταχέως τους βραχίονας επάνω μου και γύρω μου, καθ' όλας τας διευθύνσεις. Δεν εύρον τίποτε. Εν τούτοις εφοβούμην να προχωρήσω κατά έν βήμα, εκ φόβου μήπως προσκρούσω εις τους τοίχους ενός τάφου. Ο ιδρώς ανέβλυζε σαν μαργαριτάρι από όλους μου τους πόρους και εσωριάζετο εις το μέτωπόν μου κατά μεγάλας παγωμένος σταγόνας. Αλλά τέλος, μη δυνάμενος πλέον να υπομείνω την αγωνίαν αυτήν της αμφιβολίας, έκανα ένα βήμα προς τα εμπρός με προφύλαξιν και με τεταμένους τους βραχίονας, τα μάτια γουρλωμένα, αναζητών μίαν ασθενή ακτίνα φωτός. Έκανα πολλά βήματα, αλλά το παν δεν ήτο παρά σκότος και χάος. Ανέπνευσα ελευθερώτερα, διότι μου εφάνη ότι η τύχη, η οποία μου επεφυλάσσετο, δεν ήτο ίσως η χειροτέρα πάσης άλλης.

      Τότε, ενώ εξηκολούθησα προς τα εμπρός την προσεκτικήν πορείαν μου, μού επανήλθαν αλλεπάλληλοι εις την μνήμην αι αναρίθμητοι αόριστοι φήμαι διά τας βασάνους της Τολέδης. Διά τα μπουντρούμια αυτά ελέγοντο πολλά παράδοξα, τα οποία εθεώρησα πάντοτε ως μύθους, αλλά τόσον παραδόξους και τόσον φοβερούς, ώστε να τους επαναλαμβάνω χαμηλοφώνως.

      Ήμην προωρισμένος ν' αποθάνω της πείνης εις τον κόσμον

Скачать книгу