Скачать книгу

και βρωμιάρης, κ’ έξη χρόνια να λουσθή,

              και χωρίς να κουρευθή.

      Τού ’στησαν πολιορία και τον έσφιξαν αυτού

              δεκαφτά γραμμές στρατού,

              που τις νύχτες εκοιμάτο

              στα Προπύλαι’ από κάτω.

              Τώρα που ’μ’ εδώ και πάλι,

      στις εχθρές του Ευριπίδη19  κι όλων των θεών, μεγάλη

              τιμωρία να τους δώσω,

              τάχα δεν θα κατορθώσω;

              Μήπως και στο Μαραθώνα

      τρόπαιό μου δεν υπάρχει [που θα μείνη στον αιώνα;]

      Αλλ’ αυτό το μέρος μένει απ’ το δρόμο ως εκεί–

      τούτος ο ανηφοράκης,–κι ας τραβούμε βιαστικοί.

      Και το φόρτωμα καθένας εις την ράχη ας το πάρη

      μονομιάς, χωρίς σαμάρι·

      μολονότι αυτά τα ξύλα [απ’ το βάρος κι απ’ το δρόμο]

      μου τσακίσανε τον ώμο.

              Μα τώρα όμως πρέπει να βαδίσουμε,

              και τη φωτιά μας πρέπει να φυσήσουμε,

              μη τύχη και μας σβύση και τη χάσουμε,

              όταν στου δρόμου την κορφή θα φθάσουμε.

      (φυσά εις το πύραυνον)

              Φυ! φυ!

              Πω, πω! καπνός, [βρε αδελφοί!]

      Ω Ηρακλή μου! ο καπνός που απ’ τη χύτρα βγαίνει,

      δαγκώνει μεσ’ στα μάτια μου σα σκύλλα λυσσασμένη.

              Εγώ δεν αμφιβάλλω

      πως απ’ τη Λήμνο η φωτιά20  θα είνε δίχως άλλο,

              [κι αν την πολυφυσήσω

      μα τους θεούς, σαν τους Λημνιούς τσιμπλής θα καταντήσω.]

      Αλλοιώς δεν θα μου δάγκωνε στο κέθε φύσημά μου

              τα δυό τσιμπλόμματά μου.

      Τρέχα συ λοιπόν, ω Λάχη, στην Ακρόπολι επίσης

              τη θεά να βοηθήσης,

              γιατί τώρ’ αν την αφήσης,

      δεν ξανάχεις ευκαιρία, για να την υπερασπίσης.

      (φυσά εκ νέου εις το πύραυνον).

              Φυ! φυ!

              πω, πω, καπνός, [βρε αδελφοί!]

              Τουτ’ η φωτιά να ζη και να μη σβύνη,

              κάποιου θεού βοηθάει καλωσύνη.

              Τι λέτε: πειό καλά δεν θα τα φτιάναμε,

              εδώ τα δυο τα ξύλα αν τα βάναμε,

              κι αφού στη χύτρα το δαυλό αφήσουμε,

              με τη φωτιά τη θύρα να κτυπήσουμε;

      Κι αν όταν τις καλέσουμε τ’ αμπάρια δεν ανοίγουν,

      καίμε τις πόρτες γρήγορα και οι καπνοί τις πνίγουν.

              Κάτω λοιπόν το φόρτωμά μου.

      Ποιος τάχ’ από τους στρατηγούς τους δυστυχείς της Σάμου21

      τα ξύλα θα συλλάβη αυτά;–Μωρέ καπνός! βάι-βάι!....

      (Αποθέτουν τα ξύλα εντός του παρασκηνίου, ένθα αποσύρονται

      οι λοιποί, πλην του Κορυφαίου κρατούντος το πύραυνον,

      και ετέρου κρατούντος δαυλόν).

      Το σπάσιμο της ράχης μου ετέλειωσε και πάει.

      Και τώρα, χύτρα! χρέος σου το έργο σου ν’ αρχίσης

      και άναψε τα κάρβουνα.–Φέρε και συ επίσης

      τον αναμμένο το δαυλό!

      (Λαμβάνει τον ανημμένον δαυλόν και επικαλείται:)

              Ω Νίκη! σε παρακαλώ

      κατά των γυναικών αυτών, που κλείσθηκαν στα τείχη,

      η νίκη

Скачать книгу


<p>19</p>

Ως γνωστόν ο Ευρυπίδης ήτο μισογύνης, ο δε Σοφοκλής σκώπτων αυτόν έλεγεν: «εν γε ταις τραγωδίαις μισογύνης εστίν, εν δε τη κλίνη φιλογύνης».

<p>20</p>

«Λήμνιον πυρ» (σ.299): παίζει με την φράσιν, εννοών την παροιμίαν «λήμνιον κακόν», προκύψασαν εκ του γνωστού εγκλήματος των γυναικών της Λήμνου, αι οποίαι κατά τον Ευριπίδην «Λήμνον άρδην αρσένων εξώκισαν», δηλαδή εφόνευσαν τους άνδρας των, διότι είχον επιδοθεί εις την παιδεραστίαν.

<p>21</p>

Εννοεί τους εν Σάμω στρατηγούς, δυστυχήσαντας εις τον πόλεμον, λέγει δε: ποίος απ’ αυτούς θα συλλάβη το αναμμένον  ξύλον, δια να (καή) γίνη περισσότερον δυστυχής;