Скачать книгу

νέαν έφοδον ας δώσωμε 'ς τ' αυτιά σου,

         'πού αρματωμένα διώχνουν την διήγησίν μας,

         αυτό 'πού δυο νυκτιαίς είδαμ' εμείς.

ΟΡΑΤΙΟΣ

         Ας ήναι·

         ας καθίσωμ' εδώ· Βερνάρδε, ιστόρησέ τα.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ

         Την περασμένην νύκτα, εψές, ενώ τ' αστέρι,

         αυτό 'πού θέσιν έχει δυτικά του πόλου,

         τον δρόμον του είχε τρέξη να φωτίση εκείνο

         το ουράνιο μέρος, όπου τώρα σπινθηρίζει,

         ο Μάρκελλος κ' εγώ, καθώς βαρούσε η μία, —

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ

         Στάσου, αντικόψου· ιδές, έρχεται πάλιν!

      Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ

         Όλος

         εις την μορφήν του ο πεθαμένος βασιλέας!

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ

         Οράτιε, σπουδασμένος είσαι (3), ομίλησέ του.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ

         Του βασιλέως δεν ομοιάζει; Κύττα, Οράτιε.

ΟΡΑΤΙΟΣ

         Πολύ, πολύ· με πιάνει θαυμασμός και φόβος.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ

         Να του ομιλήσουν θέλει (4).

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ

         Ομίλησέ του, Οράτιε.

ΟΡΑΤΙΟΣ

         Ποιος (5) είσαι συ, 'πού αρπάζεις της νυκτός την ώραν

         τούτην και το καλό και ανδρειωμένο σχήμα,

         οπού 'χε ως πολέμαρχος η μεγαλειότης

         του θαμμένου Δανού; (6) 'Σ το όνομα του Υψίστου,

         ομίλησε.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ

         Επειράχθη.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ

         Ιδέ, μ' ανοικτό βήμα

         τραβιέται!

ΟΡΑΤΙΟΣ

         Στάσου! Ομίλει! σ' εξορκίζω, ομίλει!

      [Εξέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ

         Εχάθη και ν' αποκριθή δεν θέλει.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ

         Τώρα,

         Οράτιε, τι; συ τρέμεις κ' είσαι αχνός· δεν είναι

         το πράγμα κάτι πλέον παρά φαντασία;

         Πώς το εξηγείς;

ΟΡΑΤΙΟΣ

         Μα τον Θεόν, δεν θα ημπορούσα

         να το πιστεύσω δίχως την ομολογίαν

         την αισθητήν και αληθινήν των οφθαλμών μου.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ

         Όλος δεν ομοιάζει με τον βασιλέα;

ΟΡΑΤΙΟΣ

         Όσον εσύ μ' εσέ· φορούσε αυτήν εκείνην

         την πανοπλίαν, όταν με της Νορβηγίας

         τον αυθάδ' ηγεμόνα 'ς τ' άρματα εμετρήθη·

         ομοίως φοβερό το βλέφαρό του εφάνη,

         όταν εις την ορμήν σφοδρής λογομαχίας

         τους Πολωνούς 'ς τον πάγον βρόντησε απ' τ' αμάξι.

         Είναι παράδοξο.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ

         Και πριν δυο φοραίς άλλαις,

         ομοίως και σωστά 'ς την ίδιαν νεκρήν ώραν,

         με διάσκελο πολεμικό διαβήκ' εμπρός μας.

ΟΡΑΤΙΟΣ

         Μερικόν στοχασμόν δεν ξεύρω να μορφώσω

         αλλά 'ς την ολικήν του νου μου βλέψιν τούτο

         δηλοί 'πού συμφορά 'ς το κράτος μας θα σπάση.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ

         Ας καθίσωμε, φίλοι, και όποιος ξεύρει ας είπη.

         Τι βασανίζεται ο λαός όλην την νύκτα

         άγρυπνος να φρουρή με προσοχήν μεγάλην;

         Τι κανόνια ολημέρα χύνονται ορειχάλκου

         και απ' έξω φέρνουν τόσα εφόδια του πολέμου;

         Τι

Скачать книгу