Скачать книгу

έπρεπε να τολμήσει να πάει ποτέ εκεί. Και δεν είχε πάει. Ο θρύλος έλεγε πως αν κάποιος πήγαινε εκεί είχε σίγουρο θάνατο αφού εκεί δεν υπήρχαν χαραγμένα μονοπάτια και το δάσος ήταν γεμάτο με μοχθηρά ζώα.

      Ο Θορ κοίταξε τον ουρανό που σκοτείνιαζε και στάθμισε την κατάσταση. Δεν μπορούσε να αφήσει το πρόβατό του να χαθεί. Σκέφτηκε πως αν δρούσε γρήγορα, θα το έφερνε πίσω εγκαίρως.

      Μετά από μια τελευταία ματιά πίσω του, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε με κατεύθυνση προς τα δυτικά και το Σκοτεινό Δάσος, ενώ μαύρα σύννεφα μαζεύονταν στον ουρανό. Είχε ένα δυσάρεστο συναίσθημα, όμως τα πόδια του φαίνονταν ότι συνέχιζαν από μόνα τους. Ένιωθε πως δεν υπήρχε επιστροφή, ακόμα κι’ αν το ήθελε.

      Ήταν σαν να έμπαινε μέσα σ’ έναν εφιάλτη.

*

      Χωρίς να σταματήσει ούτε μια στιγμή, κατέβηκε τρέχοντας μια σειρά από λόφους και μπήκε κάτω από τον πυκνό θόλο που σχημάτιζαν τα δέντρα στο Σκοτεινό Δάσος. Τα μονοπάτια τελείωναν εκεί που άρχιζε το δάσος, έτσι ο Θορ μπήκε σε μια περιοχή χωρίς κανένα διακριτικό πέρασμα, ενώ άκουγε τα καλοκαιρινά φύλλα να συνθλίβονταν κάτω από τα πόδια του.

      Από την στιγμή που μπήκε στο δάσος, ένιωσε το σκοτάδι να τον περιτυλίγει αφού τα πανύψηλα πεύκα δεν επέτρεπαν στο φως να περάσει. Επίσης, εδώ ήταν πιο κρύα και μόλις μπήκε στα όρια του δάσους, ένιωσε να τον διαπερνάει ένα ρίγος. Δεν ήταν μόνο από το κρύο και το σκοτάδι – ήταν κι’ από κάτι άλλο. Κάτι που δεν μπορούσε να πει τι ήταν. Ήταν μια αίσθηση… σαν κάποιος να τον παρακολουθούσε.

      Ο Θορ σήκωσε τα μάτια του ψηλά και είδε τα γέρικα κλαδιά που ήταν ροζιασμένα, πιο χοντρά ακόμα κι’ από το σώμα του, να τρίζουν στον αέρα που φυσούσε. Δεν είχε προλάβει να κάνει πενήντα βήματα μέσα στο δάσος όταν άρχισε να ακούει περίεργους θορύβους από ζώα. Στράφηκε προς τα πίσω, άλλά δεν μπορούσε να δει σχεδόν καθόλου το άνοιγμα απ’ όπου είχε μπει. Ήδη ένιωθε ότι δεν υπήρχε διέξοδος. Κοντοστάθηκε.

      Το Σκοτεινό Δάσος βρίσκονταν πάντα ως κάτι βαθύ και μυστηριώδες τόσο στα όρια της πόλης όσο και στα όρια της συνείδησης του Θορ. Όποιος βοσκός είχε τύχει να χάσει κάποιο πρόβατο στο δάσος δεν είχε ποτέ τολμήσει να πάει ως εκεί για να το βρει. Ούτε και ο ίδιος ο πατέρας του. Οι ιστορίες γι’ αυτό το μέρος ήταν πολύ σκοτεινές και δεν άλλαζαν με το πέρασμα του χρόνου.

      Αλλά σήμερα υπήρχε κάτι διαφορετικό που έκανε τον Θορ να μην τον νοιάζει πια, κάτι που τον έκανε να αψηφήσει κάθε προειδοποίηση ή προληπτικό μέτρο. Ένα μέρος του εαυτού του ήθελε να τεντώσει το σκοινί ως τα άκρα, να φύγει απ’ το σπίτι του όσο πιο μακριά γινόταν, και να αφήσει την ίδια τη ζωή να τον πάει όπου αυτή ήθελε.

      Με τόλμη, μπήκε ακόμα πιο βαθιά στο δάσος, μετά σταμάτησε για λίγο, αβέβαιος για ποια κατεύθυνση ν’ ακολουθήσει. Είδε κάποια σημάδια και κάποια λυγισμένα κλαδιά απ’ όπου μπορεί να είχε περάσει το πρόβατό του και στράφηκε προς αυτή την κατεύθυνση. Μετά από λίγο, όμως, ξαναγύρισε.

      Πριν περάσει μια ακόμη ώρα, είχε χαθεί απελπιστικά. Προσπάθησε να θυμηθεί την κατεύθυνση απ’ όπου είχε έρθει – αλλά

Скачать книгу