Скачать книгу

το θέμα με τον πατέρα του. Ήταν μια κουβέντα που δεν εξελίχθηκε καθόλου καλά. Ο πατέρας του έκλεισε συνοπτικά το θέμα και από τότε ο Θορ δεν ξαναπροσπάθησε. Απλά τον έπνιγε η αδικία.

      Όμως ο Θορ ήταν αποφασισμένος να ξεφύγει από την μοίρα που ο πατέρας του σχεδίαζε γι’ αυτόν. Με το που θα έβλεπε το βασιλικό καραβάνι, θα έτρεχε πίσω στο σπίτι του για να αντιμετωπίσει τον πατέρα του, και είτε εκείνος ήθελε ή όχι, θα πήγαινε να συστηθεί στους άντρες του Βασιλιά. Θα πήγαινε να παραταχθεί στη σειρά για την επιλογή μαζί με τους άλλους. Ο πατέρας του δεν θα μπορούσε να τον σταματήσει. Στη σκέψη αυτή ένιωσε το στομάχι του να δένεται κόμπος.

      Ο πρώτος ήλιος ανέβηκε ψηλότερα και όταν ο δεύτερος ήλιος, που είχε το πράσινο χρώμα της μέντας, άρχισε να ανατέλλει φωτίζοντας ακόμα πιο πολύ τον μοβ ουρανό, ο Θορ τους είδε να έρχονται.

      Στάθηκε ολόρθος νιώθοντας μια ανατριχίλα σαν να είχε ηλεκτριστεί. Εκεί, στο βάθος του ορίζοντα, φάνηκε αμυδρά το περίγραμμα μιας ιππήλατης άμαξας που οι ρόδες της σήκωναν σκόνη ως τον ουρανό. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα όταν άλλη μια άμαξα φάνηκε στο βάθος, και μετά άλλη μια. Ακόμα και από τόσο μακριά, οι χρυσαφιές άμαξες γυάλιζαν κάτω από το φως των δύο ήλιων σαν ασημόψαρα που ξεπετάγονταν μέσα απ’ το νερό.

      Όταν είχε μετρήσει δώδεκα άμαξες, δεν άντεχε να περιμένει άλλο. Με την καρδιά του να χτυπά τρελά στο στήθος του και αγνοώντας το κοπάδι του για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Θορ έκανε στροφή και κατέβηκε τον λόφο σαν σίφουνας που κατρακυλούσε, αποφασισμένος να μην σταματήσει με τίποτα ώσπου να πάει να δηλώσει την παρουσία του.

*

      Ο Θορ δεν σταμάτησε πουθενά για να πάρει μια ανάσα καθώς κατηφόριζε στους λόφους και έτσι όπως πέρναγε ανάμεσα στα δέντρα ένιωθε τις γρατσουνιές από τα κλαδιά, αλλά δεν τον ένοιαζε. Έφτασε σ’ ένα ξέφωτο και από εκεί είδε το χωριό του κάτω. Ήταν μια νυσταγμένη επαρχιακή κωμόπολη γεμάτη με μονώροφα σπίτια χτισμένα με άσπρη λάσπη και αχυρένιες στέγες στα οποία έμεναν αρκετές δεκάδες οικογένειες. Καπνός υψώνονταν από τις καμινάδες μιά και οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν ήδη ξυπνήσει και ετοίμαζαν το πρωινό τους γεύμα. Ήταν ένα ειδυλλιακό μέρος, αν και απείχε αρκετά μακριά – μια ολόκληρη μέρα με άλογο – από το παλάτι το Βασιλιά, κάτι που μπορούσε να αποτρέψει τους περαστικούς. Ήταν άλλο ένα αγροτικό χωριό στα όρια του Δακτυλιδιού, ένα ακόμα γρανάζι στον τροχό του Δυτικού Βασιλείου.

      Ο Θορ μπήκε με ορμή στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής του και έφτασε στην πλατεία του χωριού, σηκώνοντας το χώμα καθώς έτρεχε. Κότες και σκυλιά έτρεχαν να φύγουν από το πέρασμά του, και μια γριά που κάθονταν ανακούρκουδα έξω απ’ το σπίτι της, μπροστά σ’ ένα καζάνι με νερό που έβραζε, του φώναξε με τσιριχτή φωνή.

      «Πιο σιγά, παιδί μου!» φώναξε καθώς ο Θορ πέρασε δίπλα της με ορμή, σηκώνοντας σκόνη που πήγε πάνω στη φωτιά της.

      Αλλά ο Θορ δεν σκόπευε να σταματήσει – ούτε γι’ αυτήν, ούτε για κανέναν. Έστριψε σ’ ένα παράδρομο, μετά σε άλλον, και συνέχισε να στρίβει στα δρομάκια που ήξερε απ’ έξω, ώσπου έφτασε σπίτι

Скачать книгу