Скачать книгу

μπαρ. Πώς τους είχε επιτραπεί αυτό; Ήταν ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ. Κάποιο λάθος είχε γίνει. Αναθάρρεψε και πέρασε στην αντεπίθεση.

      <Ακούστε λίγο εσείς>, γύρισε στον άνδρα που καθόταν δίπλα του.

      <Ναι;> Είπε ο άνδρας κοιτώντας τον με περιφρόνηση.

      <Δείξτε μου πάλι το σήμα σας, αν δεν σας πειράζει>

      <Όταν φτάσουμε>, ήταν η απάντηση, που ακολουθήθηκε από ένα διαπεραστικό βλέμμα με νόημα, συνοδευόμενο από ένα χέρι που πέρασε αδιάφορα κάτω από το σακάκι, κοντά στην αριστερή μασχάλη.

      Ο ΜακΚίντοκ ακολούθεισαι αναπόφευκτα εκείνη την κίνηση, και ρίγησε. Δεν ήταν ώρα να κάνει άλλες ερωτήσεις, αποφάσισε. Ωστόσο, εκείνοι όντως φαίνονταν αστυνομικοί και, εν τέλει, δεν είχαν αγγίξει ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά του, έτσι χαλάρωσε στο κάθισμά του και περίμενε να εξελιχθούν τα γεγονότα. Ήταν τρομερά περίεργος, όμως, περίεργος και ανήσυχος, γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί τι ήθελαν από αυτόν.

      Ό,τι και αν ήταν, θα το μάθαινε σύντομα. Πολύ νωρίτερα από ότι περίμενε, κατάλαβε ότι είχαν ήδη μπει στο Μάντσεστερ, με το αυτοκίνητό του να προχωρά ακριβώς πίσω τους, σαν να ήταν κρεμόταν σε ένα χαλύβδινο σκοινί. Ο άνδρας δίπλα του κατέβασε τις κουρτίνες στα παράθυρα και αυτή τη φορά κατέβασε και μια πιο μεγάλη κουρτίνα που χώριζε το μπροστινό από το πίσω μέρος. Επίσης, χαμήλωσε το σκίαστρο μπροστά από το πίσω παράθυρο και τώρα το γύρω τοπίο ήταν εντελώς κρυμμένο. Έτσι, ο ΜακΚίντοκ δεν ήξερε σε ποιο σημείο του Μάντσεστερ πήγαιναν, κι ας ήξερε τόσο καλά την πόλη.

      Μετά από περίπου είκοσι λεπτά, το αυτοκίνητο σταμάτησε.

      Ο άνδρας δίπλα του βγήκε από το αυτοκίνητο και άνοιξε την πόρτα.

      <Κατεβείτε>, τον διέταξε κοφτά.

      Ο ΜακΚίντοκ κατέβηκε διστακτικά και βρέθηκε σε έναν υπόγειο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων, με τοίχους από μπετόν με όμορφα φινιρίσματα και φώτα τοποθετημένα εδώ κι εκεί στους τοίχους. Το αυτοκίνητό του ήταν ήδη σταθμευμένο δίπλα και ο άνδρας που το οδηγούσε, το έκλεινε με ένα παράξενο μαύρο άγνωστου τύπου τηλεκοντρόλ. Τον έπιασαν από τους αγκώνες, αλλά εκείνος έγνεψε ότι θα συνεργαζόταν.

      Ένας από τους άνδρες συγκατένευσε, έτσι περπατώντας δίπλα του, τον πήγαν μέχρι ένα χαλασμένο ασανσέρ που βρισκόταν στον απέναντι τοίχο. Μπήκαν, ο ΜακΚίντοκ και οι άλλοι τρεις, και ένας από αυτούς πάτησε ένα λευκό κουμπί, χωρίς αριθμό. Ούτε και τα άλλα κουμπιά είχαν αριθμούς.

      «Τι περίεργο ασανσέρ», σκέφτηκε ο ΜακΚίντοκ.

      Μια σύντομη ανάβαση και μετά η πόρτα άνοιξε σε ένα βρώμικο λευκό διάδρομο, βρώμικο, με την έννοια ότι οι τοίχοι είχαν πιάσει μούχλα, με σημάδια κατάρρευσης, με σκισμένες πλάτες στις καρέκλες και, από ότι φάνηκε στον ΜακΚίντοκ, είχε και περίεργες κηλίδες σε σκούρο κόκκινο χρώμα. Μερικά φαινόταν εν μέρει σαν αποτυπώματα χεριού, σαν να είχαν ακουμπήσει κάποιον αιμόφυρτο στον τοίχο κι έτσι είχε λερωθεί. Ήλπιζε να είχε παρερμηνεύσει, και, στο μεταξύ, η ομάδα είχε φτάσει μπροστά σε μία υπόλευκη ξύλινη πόρτα, χτυπημένη και βρώμικη, όπως και οι τοίχοι. Ένας από τους τρεις

Скачать книгу