Скачать книгу

ούτε καν θα σκέφτονταν για επίθεση. Ένα κομμάτι του εαυτού του ευχόταν να εξαφανιστεί το σπαθί και μαζί μ’ αυτό και ο θρύλος. Αλλά ήξερε πως αυτό δεν γινόταν. Αυτή ήταν η κατάρα – και η δύναμη – ενός θρύλου. Πιο δυνατός ακόμα κι’ από το στρατό.

      Καθώς το κοίταζε για εκατοστή φορά, ο ΜακΓκιλ δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί για άλλη μια φορά ποιος μπορεί να ήταν ο Εκλεκτός. Ποιος από τη γενιά του ήταν προορισμένος να το σηκώσει; Καθώς σκεφτόταν ότι έπρεπε να ορίσει διάδοχό του, αναρωτήθηκε ποιος, αν υπήρχε κάποιος, που θα ήταν προορισμένος να το σηκώσει.

      «Το βάρος της λεπίδας είναι μεγάλο», ακούστηκε μια φωνή.

      Ο ΜακΓκιλ έκανε μια στροφή, έκπληκτος που είχε παρέα στο μικρό δωμάτιο.

      Εκεί, μπροστά του στην είσοδο της πόρτας στέκονταν ο Άργκον. Ο ΜακΓκιλ αναγνώρισε τη φωνή του πριν καν τον δει και ένιωθε εκνευρισμένος που ο Άργκον δεν είχε έρθει νωρίτερα, αλλά και ευχαριστημένος που τον είχε τώρα εκεί.

      «Άργησες», είπε ο ΜακΓκιλ.

      «Εγώ δεν έχω αίσθηση του χρόνου», απάντησε ο Άργκον.

      Ο ΜακΓκιλ στράφηκε πίσω στο σπαθί.

      «Πίστεψες ποτέ σου ότι θα μπορούσα να το σηκώσω;» ρώτησε με στοχασμό. «Εκείνη τη μέρα που έγινα Βασιλιάς;»

      «Όχι», απάντησε ο Άργκον κατηγορηματικά.

      Ο ΜακΓκιλ γύρισε και τον κοίταξε.

      «Το ήξερες ότι δεν θα μπορούσα να το κάνω. Το έβλεπες, έτσι δεν είναι;»

      «Ναι».

      Ο ΜακΓκιλ φαινόταν πολύ σκεφτικός.

      «Με τρομάζει όταν απαντάς έτσι κοφτά. Δεν το συνηθίζεις».

      Ο Άργκον έμεινε σιωπηλός και τελικά ο ΜακΓκιλ κατάλαβε ότι δεν θα έλεγε τίποτα άλλο.

      «Θα ορίσω τον διάδοχό μου σήμερα», είπε ο ΜακΓκιλ. «Αλλά αισθάνομαι ότι δεν έχει νόημα να ορίζεται ο διάδοχος μια τέτοια μέρα. Στερεί τη χαρά του βασιλιά την ημέρα του γάμου του παιδιού του».

      «Ίσως είναι γραφτό να μετριάζεται μια τέτοια χαρά».

      «Αλλά μου μένουν πολλά χρόνια βασιλείας ακόμα», δήλωσε ο ΜακΓκιλ.

      «Ίσως όχι τόσα πολλά όσα νομίζεις», του απάντησε ο Άργκον.

      Ο ΜακΓκιλ μισόκλεισε τα μάτια του και αναρωτήθηκε. Μήπως αυτό ήταν ένα μήνυμα;

      Αλλά ο Άργκον δεν είπε τίποτα άλλο.

      «Έξι παιδιά. Ποιο να διαλέξω;» ρώτησε ο ΜακΓκιλ.

      «Γιατί ρωτάς εμένα; Έχεις ήδη αποφασίσει».

      Ο ΜακΓκιλ τον κοίταξε. «Βλέπεις πολλά. Ναι. Έχω αποφασίσει. Αλλά και πάλι θέλω να μάθω τη γνώμη σου».

      «Νομίζω πως έχεις κάνει σωστή επιλογή», είπε ο Άργκον. «Αλλά να θυμάσαι: ένας βασιλιάς δεν μπορεί να κυβερνάει μέσα από τον τάφο του. Ανεξάρτητα από το ποιον εσύ νομίζεις ότι διάλεξες, η μοίρα έχει τον τρόπο της να διαλέγει εκείνη αυτόν που θέλει».

      «Θα ζήσω Άργκον;» ο ΜακΓκιλ ρώτησε σοβαρά, κάνοντας την ερώτηση που ήθελε να κάνει από τότε που είχε ξυπνήσει το προηγούμενο βράδυ από έναν τρομερό εφιάλτη.

      «Ονειρεύτηκα ένα κοράκι χθες βράδυ», πρόσθεσε. «Ήρθε και έκλεψε το στέμμα μου. Μετά άλλο ένα ήρθε και πήρε εμένα μακριά. Καθώς με έπαιρνε, είδα το βασίλειό μου να απλώνεται από κάτω. Και καθώς απομακρυνόμουν, έγινε κατάμαυρο. Άγονο.

Скачать книгу