Скачать книгу

έτσι ώστε να το κρατά τεντωμένο με τους καρπούς της Νορβηγίδας σηκωμένους στο ύψος της κοιλιάς.

      Διπλώθηκε ελαφρά στα γόνατα και με το άλλο χέρι μάζεψε το σκοινί, μετά από μία πολύ γρήγορη κίνηση των ματιών έβαλε στόχο και το πέταξε με δεξιοτεχνία σε ένα γάντζο από παχύ σφυρήλατο σίδερο, ο οποίος ήταν καρφωμένος στην οροφή, από το οποίο κρεμόταν μία παλιομοδίτικη λάμπα.

      Από το ρολό που είχε πέσει εκεί δίπλα, πήρε την άλλη άκρη του σκοινιού και άρχισε να τραβά αργά και με τα δύο χέρια, σηκώνοντας τους καρπούς της Νόβακ ψηλά.

      Συνέχισε να τραβά, μέχρι που τα χέρια της Νορβηγίδας βρίσκονταν πάνω από το κεφάλι της και άρχισαν να τεντώνουν. Η Νόβακ έβγαλε ένα πνιχτό βογγητό αλλά σταμάτησε αμέσως, συνεχίζοντας να κοιτά μπροστά της με κενό βλέμμα.

       Η Μαόκο τράβηξε κι άλλο, πιο αργά, αλλά σταθερά. Τα χέρια πλέον στην ευθεία ήταν τεντωμένα στο μέγιστο και άρχισαν να σηκώνουν το βάρος του σώματος. Η Νόβακ άρχισε να βογκά απαλά, χωρίς διακοπή, ενώ το μέτωπό της γυάλιζε από τον ιδρώτα. Η Μαόκο τράβηξε ακόμη λίγο, μέχρι που τα πόδια της Νορβηγίδας σηκώθηκαν με μία γωνία περίπου 60 μοιρών, σε σχέση με το πάτωμα. Σε εκείνο το σημείο έδεσε την ελεύθερη άκρη του σκοινιού σε ένα συμπαγές άγκιστρο για πετσέτες που ξεπρόβαλε από τον τοίχο, δίπλα από το νεροχύτη της κουζίνας.

      Πήρε από την ψάθινη τσάντα ένα κομμάτι σκοινί, πιο κοντό, κι έδεσε τους αστραγάλους της Νόβακ, πιέζοντας τον έναν με τον άλλον, και μετά ευχαριστήθηκε βλέποντας το έργο της.

      Η Νορβηγίδα κρεμόταν από το ταβάνι, τεντωμένη και σε απόλυτα οριζόντια θέση, συγκρατώντας σταθερά τα πόδια της, που ήταν το μόνο σημείο υποστήριξης που της είχε απομείνει.

      Δεν βογκούσε πια. Τώρα ανέπνεε αργά, λαχανιασμένη, ενώ όλο της το σώμα είχε καλυφθεί με ιδρώτα από το τέντωμα των μυών.

      Το πουκάμισό της είχε βγει από τη φούστα της, αφήνοντας ακάλυπτο ένα κομμάτι της ιδρωμένης κοιλιάς της.

      «Όχι κι άσχημα», συνεχάρη τον εαυτό της η Μαόκο.

      Κλείδωσε την πόρτα της εισόδου, έβγαλε το σακάκι και τα παπούτσια της, πήγε στο μπάνιο κι ετοίμασε ένα γιαπωνέζικο τσάι. Ροκάνισε με όρεξη τα μπισκότα της και στο τέλος κάθισε σε μία πολυθρόνα με ένα μυθιστόρημα. Ήταν μία πολύ μεγάλη και κουραστική μέρα. Αισθανόταν την ανάγκη να χαλαρώσει. Οι συναισθηματικές περιπέτειες της ηρωίδας του βιβλίου, την πήγαιναν σε έναν φανταστικό κόσμο, που όμως ήταν τόσο ρεαλιστικός. Οι Ιάπωνες είχαν μία ιδιαίτερη ευαισθησία με τις εναλλαγές, τις λεπτομέρειες κι ένα ανώτερο επίπεδο ενδοσκόπησης. Ιδίως οι γυναίκες ακούν συνεχώς και αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον, με έναν βαθύτερο τρόπο. Η Μιντόρι ήταν μία φοιτήτρια φιλολογίας ερωτευμένη με τον Νομπόρου, έναν νεαρό ψαρά που ζούσε σε ένα χωριό 100 χιλιόμετρα μακριά. Είχαν γνωριστεί σε ένα πάρκο, την προηγούμενη χρονιά, στις εκδηλώσεις της άνθησης των κερασιών15 κι είχαν ερωτευτεί παράφορα. Κάθε σκέψη της ήταν και δική του. Είχαν ανακαλύψει ότι καταλάβαιναν ο ένας τον άλλο τόσο βαθιά, που πλέον θεωρούσαν ότι ήταν το ίδιο άτομο που δεν μπορούσε να διαχωριστεί. Ο Νoμπόρου, έκανε μία δύσκολη δουλειά. Έβγαινε με τη βάρκα μέσα στη βαθιά νύχτα με τους

Скачать книгу