ТОП просматриваемых книг сайта:
Quo Vadis. Генрик Сенкевич
Читать онлайн.Название Quo Vadis
Год выпуска 0
isbn
Автор произведения Генрик Сенкевич
Жанр Зарубежная классика
Издательство Public Domain
Ο Βινίκιος έσεισε την κεφαλήν.
– Όχι;.. ηρώτησεν ο Πετρώνιος. Το κάτω κάτω, η υπόθεσις δυνατόν να υποβληθή εις τον αυτοκράτορα, και διά της επιρροής μου ο Χαλκοπώγων μας θα σου φανή χρήσιμος.
– Δεν γνωρίζεις την Λίγειαν, απήντησεν ο Βινίκιος.
– Της ωμίλησες ποτέ σου, Βινίκιε; Της εξωμολογήθης τον έρωτά σου;
– Την είδα να λούεται, καθώς σου είπα· έπειτα την συνήντησα άλλας δύο φοράς. Κατά την διαμονήν μου εν τη οικία του Αούλου κατείχον θάλαμον προωρισμένον διά τους ξένους και επειδή είχα πόνον εις τον καρπόν της χειρός, δεν ηδυνάμην να παρακαθήσω εις την κοινήν τράπεζαν. Μόνον την προηγουμένην της αναχωρήσεώς μου συνήντησα την Λίγειαν εις το δείπνον και δεν ηδυνήθην να της απευθύνω τον λόγον. Δευτέραν φοράν συνήντησα την Λίγειαν εις τον κήπον, πλησίον της δεξαμενής. Επότιζε τους ανθώνας. Και τα γόνατά μου, μα την ασπίδα του Ηρακλέους, σου λέγω, δεν έτρεμον όταν στίφη Πάρθων ολολύζοντα μας περιεκύκλουν, έτρεμον όμως πλησίον της δεξαμενής εκείνης. Τεταραγμένος ως παιδίον, επί πολλήν ώραν δεν ηδυνήθην να προφέρω λέξιν μόνον οι οφθαλμοί μου την εκύτταζον ικετευτικώς.
Ο Πετρώνιος τον παρετήρει με κάποιον φθόνον.
– Έκαμες λόγον εις την δασόβιον νύμφην σου; Της ωμολόγησες τον έρωτά σου;
– Ναι! Την στιγμήν, καθ' ην έμελλον να καταλίπω την φιλόξενον ταύτην οικίαν, της είπον ότι εκεί ο πόνος ήτο ηδύτερος παρ' όσον αι ηδοναί εις οιονδήποτε άλλο μέρος, η νόσος ήτο γλυκυτέρα εκεί παρ' όσον η υγεία αλλού. Εκείνη ήκουε τους λόγους μου τεταραγμένη και με την κεφαλήν προς τα κάτω, χαράττουσα συγχρόνως μερικάς γραμμάς διά καλάμου επί της άμμου. Έπειτα ύψωσε τους οφθαλμούς, τους εχαμήλωσε πάλιν επί των σημείων, τα οποία είχε χαράξει, τους επανέφερεν επ' εμού ως εάν ήθελε να μου απευθύνη ερώτησιν και έφυγεν αιφνηδίως ως μία Αμαδρυάς νύμφη τρεπομένη εις φυγήν επί τη θέα αγροίκου Φαύνου2.
– Τι άραγε εχάραξεν επί της άμμου; Μη τυχόν το όνομα του έρωτος;
Μήπως μίαν καρδίαν διάτρητον από βέλος; Δεν αγνοώ ότι εν Ρώμη, ως εν
Ελλάδι, αι νεάνιδες χαράττουσιν επί της άμμου ομολογίας, τας οποίας το στόμα των διστάζει να εκφέρη. Μάντευσε τι είχε χαράξει.
– Ένα ιχθύν.
– Τι είπες;
– Είπα: ένα ιχθύν. Τούτο μήπως εσήμαινεν ότι παγωμένον αίμα ρέει ακόμη εις τας φλέβας της; Δεν ηξεύρω τίποτε. Αλλά συ, Πετρώνιέ μου, εξήγησε το σημείον τούτο.
– Φίλτατε, πρέπει να ερωτήσωμεν τον Πλίνιον. Είναι εντριβής περί τους ιχθύς.
Η συνδιάλεξις διεκόπη εδώ, διότι το φορείον διήρχετο τώρα τας θορυβώδεις οδούς, και μετ' ολίγον διά της οδού Απόλλωνος έφθασαν εις την αγοράν.
Πλήθη λαού περιεπάτουν υπό τας αψίδας της Βασιλικής του Ιουλίου Καίσαρος, πλήθη εκάθηντο επί των βαθμίδων του ναού του Κάστορος και Πολυδεύκους ή περιήρχοντο το μικρόν ιερόν της Εστίας, ομοιάζοντα με τον διάκοσμον των μαρμάρων, με πολύχρωμα σμήνη πεταλουδών και κανθάρων. Εκ του επάνω μέρους, διά των τεραστίων βαθμίδων του ναού του
2
Ο Φαύνος ήτο θεός των αγρών.