Скачать книгу

επηκολούθησαν αμέσως τον πειρασμόν του Σατανά. Ούτω η εν Ιουδαία διδασκαλία φέρεται υπ' αυτού το πρώτον εις φως. Ο Ιωάννης φαίνεται ως να είχε διαρκώς υπ' όψει το να μη αφηγηθή τίποτε εκ των όσων δεν είδεν ιδίοις όμμασι, και υπάρχουν σαφείς τινες ενδείξεις, ότι ο Ευαγγελιστής συνεδέετο ιδιαιτέρως με την Ιερουσαλήμ (Ιω. 19, 27 – 18, 16). Ο Ιωάννης ήτο αλιεύς το επάγγελμα, και δεν είνε απίθανον, αφού η Ιερουσαλήμ επρομηθεύετο μεγάλην ποσότητα ιχθύων εκ της λίμνης της Γαλιλαίας, να μετέβαινεν εκεί εις ωρισμένας εποχάς και να εβοήθη το πατέρα του και τον αδελφόν του εις τας εργασίας των. Ούτοι ως ιδιοκτήται ιδίου αλιευτικού πλοίου και προϊστάμενοι πολλών εμμίσθων εργατών, κατείχον προφανώς καλήν κοινωνικήν θέσιν. Όπως και αν έχη το πράγμα, ο Ιωάννης είνε ο μόνος Ευαγγελιστής, όστις εξιστορεί την προσχώρησιν των πρώτων Αποστόλων εις τας αρχάς του Ιησού, και αφηγείται μάλιστα όλα εκείνα τα επεισόδια μετά των λεπτομερειών και της γραφικής τρυφερότητος ανθρώπου εις την ψυχήν και εις την καρδίαν του οποίου αφήκαν βαθυτάτην εντύπωσιν.

      Η εξ ιερέων και Λευιτών πρεσβεία του Συνεδρίου, περί ης εγένετο λόγος ανωτέρω, απεστάλη εις τον Βαπτιστήν την προτεραίαν της επανόδου του Κυρίου ημών εκ της ερήμου· και όταν ο Ιωάννης είδε την ακόλουθον ημέραν πλησιάζοντα τον Ιησούν, εμαρτύρησε δημοσία ότι Αυτός ήτο «ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Αν ο Βαπτιστής υπενόει τον αμνόν του Πάσχα, ή τον αμνόν της πρωινής και της εσπερινής θυσίας, αν η λέξις κόσμος είναι απλή εκδοχή της Ελληνικής λέξεως «λαός», αν αντελαμβάνετο την βαθείαν σημασίαν των λόγων του ή ωμίλει εξ απλής προφητικής εμπνεύσεως, – δεν δυνάμεθα να είπωμεν.

      Όσον όμως σημαντική και αν ήτο η προφητεία του εκείνη, φαίνεται ότι την πρώτην ημέραν δεν επέφερεν άμεσόν τι αποτέλεσμα. Την επαύριον όμως ενώ ο Βαπτιστής «ειστήκει πάλιν» εν τω μέσω δύο μαθητών του, είδε τον Ιησούν περιπατούντα, και προσηλώσας επ' αυτού εκστατικόν και φλογερόν όμμα, ανεφώνησεν εκ νέου, ωσεί υπό ακουσίου τρόμου και θαυμασμού συσχεθείς: «Ίδε ο αμνός του Θεού!»

      Οι λόγοι ούτοι ενείχον βαθυτάτην έννοιαν και ενεποίησαν μεγάλην αίσθησιν εις τους δύο μαθητάς του Ιωάννου, οίτινες ηκολούθησαν τον αντιπαρερχόμενον Ιησούν· Εκείνος ήκουσε τον θόρυβον των βημάτων, στραφείς δε και «θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας», τους ηρώτησεν ηπίως: «τι ζητείτε;

      Ήτο ήδη η αρχή της διδασκαλίας του· και οι μαθηταί του Βαπτιστού δεν ηδύναντο ακόμη να γνωρίζουν τις πράγματι ήτο· δεν είχον ακούσει μέχρι τούδε τους γλυκείς λόγους, οίτινες έρρεον εκ του στόματός του· ήρχοντο προς αυτόν ίσως εξ απλής περιεργείας· εξ άλλου όμως δυνατόν να τους έφερε προς αυτόν μία ακαταμάχητος εσωτερική ώθησις.

      Πόσον όμως βαθεία και πλήρης σημασίας είναι η ερώτησις του Χριστού. Είς από τους μεγαλειτέρους αγίους της Δυτικής Εκκλησίας, ο Άγιος Βερνάρδος, συνείθιζε να προοιδοποή εαυτόν διά της μεγάλης ταύτης ερωτήσεως: Ber! narde, ad quid venisti? – «Βερνάρδε προς τίνα σκοπόν ήλθες ενταύθα;» Προκειμένου να εξετάση τις εαυτόν, προκειμένου ν' ανιχνεύση εντός της συνειδήσεώς του, δεν υπάρχει βαθυτέρα ερώτησις· όλη όμως η σημασία της συνεκεντρούτο

Скачать книгу